- προβλημάτιον
- προβλημ-άτιον, τό, Dim. of πρόβλημα, Arr.Epict.2.20.33, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προβλημάτιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβλημάτιον — τὸ, Α [πρόβλημα, ατος] υποκορ. μικρό πρόβλημα … Dictionary of Greek